καυκοδιάκονος

καυκοδιάκονος
καυκοδιάκονος, ὁ (Μ)
αυτός που προσκόμιζε τα ποτήρια τού νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος «ποτήρι, κύπελλο» + διάκονος «υπηρέτης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”